ανακίνημα

ανακίνημα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανακίνημα" в других словарях:

  • ἀνακίνημα — swinging of the arms neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακίνημα — το (Α ἀνακίνημα) [ἀνακινῶ] νεοελλ. η ανακίνηση αρχ. κίνηση τών βραχιόνων επάνω και κάτω, ως άσκηση …   Dictionary of Greek

  • ἀνακινήμασι — ἀνακίνημα swinging of the arms neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακινήματα — ἀνακίνημα swinging of the arms neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακινώ — ( έω) (Α ἀνακινῶ) 1. κινώ προς διάφορες κατευθύνσεις, αναταράσσω, αναδεύω 2. κινώ εκ νέου, διεγείρω, προκαλώ 3. επαναφέρω παλαιά υπόθεση ή ζήτημα στην επιφάνεια μσν. 1. παρακινώ, παροτρύνω 2. ξεριζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κινῶ. ΠΑΡ. ανακίνημα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»